- γαληνότητα
- γαληνότηςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαληνότητα — η (AM γαληνότης) [γαληνός] γαλήνη, ηρεμία μσν. νεοελλ. τιμητικός τίτλος ηγεμόνων … Dictionary of Greek